-
1 задвижка
1. (запорное приспособление для трубопровода) το επιστόμιο, η βάνα (ξεν.)клинкетная - το επιστόμιο, η βάνα2. (засов для двери) о σύρτης, ο μάνδαλος, το μάνταλο. оконная - ο μάνταλος του παραθύρου, предохранительная - ασφαλιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задвижка
-
2 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
3 мундштук
-а α.1. επιστόμιο σιγαρέτου. || καπνοσύριγγα, πίπα•янтарный мундштук κεχριμπαρένια πίπα.
2. επιστόμιο μουσικού πνευστού όργανου.3. ενστόμισμα, στομίδα χαλινού. -
4 затвор
1. (запор, засов) η αμπάρα 2. (гид-ротехнический) о υδροφράκτης, ο υδατο-φράκτης 3. (фотографический) το κλείστρο (του διαφράγματος (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (огнестрельного оружия) το κλείστρο 5. (полевого транзистора) η πύληизолированный - απομονωμένη - (трубопровода) το επιστόμιο, η βάναгидравлический - см. водяной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затвор
-
5 кингстон
1. (клапан) το επιστόμιο της εισαγωγής/εξαγωγής του θαλάσσιου ύδατος 2. (ящик) το κιβώτιο λήψης του θαλασσινού νερού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кингстон
-
6 клинкет
мор. το επιστόμιο, η βάναприёмно-отливной - αναρρόφησης-εξαγωγής·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клинкет
-
7 папироса
το τσιγάρο/σιγαρέτο (με χάρτινο επιστόμιο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > папироса
-
8 перекрывать
1. (покрывать) επικαλύπτω, υπερκαλύπτω 2. (о мосте, пролёте и т.п.) γεφυρώνω 3. (закрывать) κλείνω 4. (дорогу и т.п.) κλείνω 5. (превосходить в чём-л.) ξεπερνώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекрывать
-
9 пистон
1. (в ружейном патроне) το καψούλι 2. (для продевания шнурков) η οπή (όπου μπαίνει το κορδόνι) 3. муз. το επιστόμιο (του μουσικού οργάνου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пистон
-
10 вентиль
вентильм тех. ἡ δικλίς, ἡ βαλβίδα [-ίς], τό ἐπιστόμιο[ν]/ муз. τό κλειδί (πνευστού μουσικού ὀργάνου). -
11 мундштук
мундштукм1. (курительный) ἡ πίπα, ἡ καπνοσύριγξ·2. (для лошадей) τό γκέμι·3. (духового инструмента) τό ἐπιστόμιο[ν], ἡ ἐπιστομίς. -
12 заслонка
-и в,1. επιστόμιο φούρνου.2. βύσμα, έμφραγμα, πώμα, κλάπα. || ρουφράκτης, υδατοφράκτης, υδροφράκτης. -
13 папироса
-ы θ.τσιγάρο, σιγαρέτο με χαρ-τόνινο επιστόμιο. -
14 пистон
-а α.1. έμβολο, πιστόνι. || εμπυ-ρειο• στρακα, χάρτινο καψουλι παιδ. παιγνιδιών.2. επιστόμιο μουσικών οργάνων.3. τρύπα (κουμπότρυπα) μεταλλική για κορδόνια.
См. также в других словарях:
επιστόμιο — το (Α ἐπιστόμιον) [στόμιο] νεοελλ. 1. το μέρος τού πνευστού οργάνου στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλη τού μουσικού 2. το ράμφος τών πνευστών οργάνων 3. το μέρος τού τσιγάρου με το φίλτρο 3. δικλίδα για την απόφραξη σωλήνα στα άκρα του ή οπής διαφυγής … Dictionary of Greek
επιστόμιο — το 1. ό,τι προσαρμόζεται στο στόμιο αγγείου ή σωλήνα, είτε ως βούλωμα ή βρύση είτε για καλλωπισμό είτε για άλλο πρακτικό σκοπό. 2. το ακριανό μέρος πνευστού μουσικού οργάνου, τσιγάρου, πίπας κτλ., που μπαίνει στο στόμα, η μπουκαδούρα. 3. (μηχ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
σαξόφωνο — Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814 1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846… … Dictionary of Greek
έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… … Dictionary of Greek
έξαυλος — ἔξαυλος, ον (Α) [αυλός] (για επιστόμιο αυλού) υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος … Dictionary of Greek
ασκομαντούρα — Πνευστό όργανο, γνωστό απότην αρχαιότητα και εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Σήμερα το συναντούμε με ποικίλα ονόματα και σχήματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται και ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα και γκάιντα. Αποτελείται από… … Dictionary of Greek
γυμνόλαιμος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνό λαιμό 2. αυτός που έχει λαιμό χωρίς τρίχες ή φτερά 3. το ουδ. ως ουσ. γυμνόλαιμα, τα ομοταξία βρυοζώων με γυμνό στόμα χωρίς επιστόμιο … Dictionary of Greek
διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… … Dictionary of Greek
εξαυλούμαι — ἐξαυλοῡμαι, έομαι (AM [άυλος] μσν. 1. διαφθείρομαι («ἤθους ὄντα ἐξηυλημένου», Ευστ.) 2. ακούω τον ήχο τού αυλού αρχ. (για το επιστόμιο τού αυλού) αχρηστεύομαι, φθείρομαι … Dictionary of Greek